- ἐπιμυρίζω
- ἐπιμῠρίζω,A smear, τινί with . ., Thphr.Od.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιμυρίζω — ἐπιμυρίζω (Α) (για μυροπώλη) αλείφω το χέρι τού πελάτη με λίγο μύρο ως δείγμα τής ποιότητάς του … Dictionary of Greek
ἐπιμυρίζουσι — ἐπιμυρίζω smear pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιμυρίζω smear pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)